- αναμαξευτος
- ἀναμάξευτοςἀν-αμάξευτος2непроезжий (sc. χώρα Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αναμάξευτος — ἀναμάξευτος, ον (Α) [ἁμαξεύω] (για τόπο) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο αδιάβατος … Dictionary of Greek
ἀναμάξευτος — impassable for wagons masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)